- κατομβρία
- κατομβρία, ἡ (Μ)[κάτομβρος]η ραγδαία βροχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατομβρία — κατομβρίᾱ , κατομβρία heavy rain fem nom/voc/acc dual κατομβρίᾱ , κατομβρία heavy rain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρίᾳ — κατομβρίᾱͅ , κατομβρία heavy rain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρίας — κατομβρίᾱς , κατομβρία heavy rain fem acc pl κατομβρίᾱς , κατομβρία heavy rain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρίαι — κατομβρίᾱͅ , κατομβρία heavy rain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρίαν — κατομβρίᾱν , κατομβρία heavy rain fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόμβρισις — κατόμβρισις, ἡ (Μ) [κατομβρίζω] κατομβρία* … Dictionary of Greek